Εδώ και καιρό είχα αυτή τη φαντασίωση. Με εκατομμύρια «πραγματικούς» γηγενείς Βρετανούς να καθυβρίζουν τους μετανάστες και να τους κατηγορούν για τα πάντα- ανεργία, ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες, έγκλημα, βία, κοινωνικές αναταραχές, ακόμη και αλλεπάλληλα κρούσματα βιασμών-, γιατί να μην καθιερώσουμε μία ημέρα τον χρόνο που θα την ονομάσουμε «Μετανάστες, έξω!»;
Ολοι εμείς, που διαπομπευόμαστε μαζί με τα παιδιά μας, να σταματήσουμε να εργαζόμαστε, να βάλουμε λουκέτο στις επιχειρήσεις μας και να διαδηλώσουμε φορώντας τα καλύτερά μας ρούχα, ώστε να δείξουμε στους πολλούς αχάριστους πολίτες που ζουν εδώ στη Βρετανία ή σε άλλες χώρες τι είναι αυτό που κάνουμε. Μπορούμε να επιλέξουμε τα γενέθλια της Μαίρης Σίκολ, της ηρωίδας τζαμαϊκανής νοσοκόμας που περιέθαλψε τους στρατιώτες μας στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Σε όλες τις υστερικές συζητήσεις κατά της μετανάστευσης, ένα ερώτημα αιωρείται, σαν το γεράκι που κοιτάει από ψηλά: τι θα γινόταν αν έφευγαν οι μετανάστες; Επιτέλους ένα δημοσιογραφικό πείραμα επιχείρησε να εκμαιεύσει ορισμένες απαντήσεις και τα αποτελέσματά του θα παρουσιαστούν σήμερα στο κανάλι ΒΒC1. Παρουσιαστής είναι ο δημοσιογράφος Εβαν Ντέιβις. «Σκηνικό» το Γουίσμπεκ κοντά στο Πίτερμπορο, μια άλλοτε εύπορη αγγλική πόλη στην οποία κατοικούν πάνω από 9.000
άνθρωποι από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη που απασχολούνται σε εργοστάσια και αγροτικές εργασίες. Περισσότεροι από 2.000 ντόπιοι είναι άνεργοι. Κανείς δεν είναι χαρούμενος με αυτό. Λένε ότι η πόλη έχει κατακλυστεί από ανεπιθύμητους που παραγκωνίζουν τους Βρετανούς. Την ίδια στιγμή οι εργοδότες υποστηρίζουν ότι στράφηκαν προς τους μετανάστες επειδή δεν μπορούσαν να βρουν καλούς ντόπιους υπαλλήλους. Ετσι το ΒΒC επέλεξε καμιά δεκαριά ξένους εργάτες και τους αντικατέστησε με άνεργους Βρετανούς οι οποίοι ζητούσαν «ίσες ευκαιρίες». Οι θέσεις εργασίας ήταν σε ένα εργοστάσιο, σε ένα αγρόκτημα καλλιέργειας σπαραγγιών, σε μια κατασκευαστική εταιρεία και σε ένα ινδικό εστιατόριο. Λοιπόν, οι μισοί βρετανοί εργάτες είτε δεν παρουσιάστηκαν στην εργασία τους είτε πήγαν καθυστερημένοι από την πρώτη κιόλας ημέρα. Επειτα, οι εργασίες απεδείχθησαν πέρα από τις αντοχές των περισσότερων από αυτούς. Στην αρχή τούς συμπόνεσα- ειδικά τον Τέρι και τον Πολ, δύο εργάτες που επισκεύαζαν δίκτυα ύδρευσης και τη σύζυγο του Τέρι η οποία έκλαιγε καθώς έλεγε ότι φοβάται ότι η οικογένεια θα χάσει το σπίτι της. Τον Πολ, ανύπαντρο πατέρα, τον δίδασκε μαθηματικά η 11χρονη κόρη του.
Ηθελα να τα πάνε καλά αλλά δεν μπορούσα να αντέξω την αυτολύπησή τους και την εχθρότητά τους προς τους μετανάστες. Ο Πολ αρνείτο να αποκαλέσει τον συνάδελφό του με το πορτογαλικό όνομά του, δεν μπορούσε να επιδείξει σεβασμό προς έναν «ξένο» επιστάτη. Τελικά οι σχέσεις των δύο ανδρών βελτιώθηκαν χάρη σε μια δυναμική νεαρή αγγλίδα διευθύντρια η οποία δεν ανεχόταν τις ανοησίες τους.
Ενας άλλος Βρετανός, αγανακτισμένος οικοδόμος αυτός, επίσης ξεκίνησε άσχημα αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Ολοι οι υπόλοιποι απέτυχαν παταγωδώς, ακόμη και εκείνοι που είχαν καλοσυνάτα αφεντικά. Οι νεότεροι μάλιστα απεδείχθησαν οι λιγότερο χρήσιμοι. Ο άγγλος σύζυγός μου δεν άντεξε με την κατάντια της εργατικής τάξης - δηλαδή της δικής του τάξης.
Ολοι οι επιχειρηματίες του Γουίσμπεκ δήλωσαν ότι είναι πρόθυμοι να προσφέρουν θέσεις εργασίας στους ντόπιους, απλώς δεν είναι εφικτό. Αρνήθηκαν ότι προσπαθούν να διατηρήσουν τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα.
Ενα άλλο ζήτημα που ερευνάται είναι η πίεση στον δημόσιο τομέα, στα σχολεία, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και στα ασφαλιστικά ταμεία. Σίγουρα οι νέοι πληθυσμοί πιέζουν τις ήδη πιεσμένες Αρχές. Ωστόσο, έχοντας διαπιστώσει τα αποτελέσματα του σλόγκαν «βρετανικές θέσεις εργασίας για τους βρετανούς εργάτες», μπορούμε να καταλάβουμε το τι θα συνέβαινε χωρίς τους μετανάστες. Υπάρχουν σίγουρα πολλοί σκληρά εργαζόμενοι Βρετανοί αλλά και πολλοί που δεν θα σηκωθούν από το κρεβάτι σε καμία περίπτωση και για καμία δουλειά. Γνωρίζω και πολλούς εξίσου τεμπέληδες μετανάστες. Παρ΄ όλα αυτά οι περισσότεροι από εμάς τους μετανάστες αισθανόμαστε ανασφαλείς και ευάλωτοι και δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτε ως δεδομένο. Το ένστικτο της επιβίωσης μας κάνει να ενσταλάζουμε την ίδια ηθική εργασίας και στα παιδιά μας.
Περιστασιακά πάω και βοηθάω στο κυλικείο του ενοριακού ναού του Μέριλμπον. Το έχει ο σεφ Ντέιβιντ Ρόουλς, με τον οποίο προσπαθώ να ανοίξω ένα μικρό εστιατόριο. Κάνω λάντζα και σερβίρω πελάτες. Οταν κάνω κάτι λάθος ο Ρόουλς εξοργίζεται. Δεν πειράζει όμως γιατί μαθαίνω. Μια πελάτισσα με αναγνώρισε και εξεπλάγη. Γιατί κάποια σαν εμένα έκανε αυτή τη δουλειά; «Είμαι μετανάστρια» της εξήγησα. «Γιατί να είμαι ανώτερη από οποιαδήποτε δουλειά;». Χαμογέλασε. Και άφησε καλό φιλοδώρημα.